- γαλήνεψη
- ητο γαλήνεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλήνευση — και γαλήνεψη, η το γαλήνεμα … Dictionary of Greek
ξέσκασμα — το, ατος ψυχαγωγία, απαλλαγή από στενοχώρια, γαλήνεψη, ηρεμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πράυνση — η κατευνασμός, γαλήνεψη, ημέρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)